In questa lezione ci presenteremo e inizieremo a familiarizzarci con gli strumenti del PCTO “Il greco per tutti”.
Per fare i primi passi risponderemo a un test di linguistica che non riguarda solo il greco. Questo ci aiuterà a mettere a fuoco alcuni aspetti importanti della sintassi della proposizione e del periodo in greco.
Cominceremo a prendere familiarità con il lessico di base e con le flash cards (che troviamo in questa pagina).
Nuovi contenuti
La formazione delle parole
In base al suffisso con cui si formano le parole possono essere definite come:
- primitive o primarie: quando il suffisso si unisce a una radice oppure a un tema verbale (spesso con l’aggiunta di una vocale, in genere ε): γράφω, γραφή, γράμμα.
- denominative o secondarie: quando sono formate da un tema nominale (di sostantivo o di aggettivo) oppure da un avverbio: γραμματεύς, δουλόω, παλαιός.
I prefissi
- ἀ– (ἀν– prima di vocale): è l’alpha privativo, che indica l’assenza o la privazione
- δυσ– () / dis- (ingl. dys-):
- εὖ– / eu-:
- πολυ– / poli- (ingl. poly-):-
Le preposizioni nelle lingue moderne hanno spesso finito per divenire prefissi autonomi. Ad esempio:
- ὑπό = ipo- (ingl. hypo-): denota bassa quantità o scarsità
- ὑπέρ = iper- (ingl. hyper-): denota grande quantità o eccesso
- σύν = sin-/sim- (ingl. syn-/sym-): denota compresenza o unione
- μετά = meta- (ingl. meta-): ?
I suffissi
Agente
- -της, -του (m.): στρατιώτης, ποιητής, δεσπότης, ἰδιώτης, κριτής, οἰκέτης, πρεσβευτής, ὁπλίτης
- -τήρ, -τῆρος (m.): δοτήρ, σωτήρ
- -τωρ, -τωρος (m.): ῥήτωρ (cf. lat. –tor, –toris e ital. -tore)
- -τρός, -τροῦ (m.): ἰατρός
- -εύς, -έως (m.): ἱππεύς, γραφεύς, τοκεύς, ἱερεύς; βασιλεύς (etimologia non chiara)
- -τις, -τιδος (f.): ἱκέτις (m. ἱκέτης)
- -ια, -ιας (f.): ἱέρεια (cf. m. ἱερεύς)
Azioni e sostantivi astratti
- –τις, –τεως (f.): πίστις, φάτις; μάντις (in questo caso il suffisso è in un certo senso di agente)
- -σις, -σεως (f.): φύσις, πράξις, τάξις, κρίσις, λέξις, στάσις, πρόφασις, ποίησις, θέσις
- -σία, -σίας (f.): δοκιμασία
- -μός, -μοῦ (m.): διωγμός; ὀφθαλμός, θυμός
- -μη, -μης (f.): γνώμη, ἐπιστήμη, κώμη, μνήμη, ῥώμη, φήμη, τιμή
- -ος, -ους (n.): εἶδος, γένος, πάθος, μέγεθος, μέρος, πλῆθος, ἔτος, τέλος, ἔθνος, ὄρος, ἔπος, κάλλος, ἔθος, δέος, ῥῖγος, κλέος
- -ία, -ίας (f.): οὐσία (dal tema ὀντ- del verbo εἰμί), ἐξουσία, ἀλήθεια, οἰκία, πολιτεία, σωτηρία, ναυμαχία, φιλία, γαῖα, μανία, ἐπιλέμεια, συμμαχία, ἡγεμονία, σοφία, βία, ἡσυχία, θυσία, καρδία, τιμωρία, ἐκκλησία, μαρτυρία, ἱστορία, ἐλευθερία, προθυμία, ἀπορία, ἡλικία
- -ια, -ιας (f.): διάνοια, πρόνοια, βασιλεία, ἀσφάλεια
- –σύνη, –σύνης (f.): δικαιοσύνη, σωφροσύνη (cf. ital. -sina in elemosina, dal gr. ἐλεημοσύνη) (il suffisso si unisce a temi aggettivali)
- -της, -τητος (f.): φιλότης, ἰσότης (cf. lat. –tas, –tatis)
- -μα, -ματος (n.): αἷμα
- -ις, -ιδος (f.): τυραννίς (da τύραννος)
Risultato di azione
- -ος, -ους (n.): γένος, τέκος, κράτος, τεῖχος, μῆκος, βέλος, ἄλγος, τάχος, δέος
- -μα, -ματος (n.): πρᾶγμα, πνεῦμα, σχῆμα, χρῆμα, στόμα, γράμμα, ἅρμα, ψέφισμα, τραῦμα, ἄγαλμα, ἀδίκημα, ἀνάθημα, ποίημα
- -της, -τητος (f.): φιλότης, ἰσότης (cf. lat. –tas, –tatis)
Strumento
- -τρον, -ου (n.): ἄροτρον
- -θρον, -ου (n.): κλεῖθρον
- -τήριον, -ου (n.): ποτήριον, δικαστήριον
Suffissi aggettivali
- -ος, -η/-α, -ον: καλός, κακός, ὅμοιος, κύριος, αἴτιος, ἴδιος, δίκαιος, ἄξιος, πολέμιος, μόνος, βάρβαρος, ποῖος, ἐλεύθερος, ὄγδοος, κενός, κοινός, δεινός, λοιπός, πιστός, πλέος, φίλιος, βασιλικός, λευκός, γυμνός, δειλός, δῖος, πηρός
- -ος, -ον: ἄδικος, ἀθάνατος, παράδοξος
- -ιος, -ια, -ον: ἄγιος, τίμιος, θεῖος, μυρίος, ῥάδιος, ἀναγκαῖος, βασίλειος, παραπλήσιος, βέβαιος, ἄθλιος, πάτριος, πλούσιος, ἐπιτήδειος, τελευταῖος, ἀνδρεῖος
- –εις, –έσσα, –εν: τιμήεις, χαρίεις (indica pienezza o abbondanza)
- –εος, –εον: χρύσεος, χαλκέος (indica materia)
- –ής, –ές: ἀληθής, ἀκριβής, σαφής, ὑγιής, ψευδής, ἀσφαλής
- -κός/-ακός/-ικός, -ή, -όν: φυσικός, μαντικός
- -τικός, -ή, -όν: ναυτικός, πρακτικός
- -τος, -ον [composti a due uscite derivati da aggettivi in -τός, -ή, -όν]: ἀδύνατος, σύγκλητος
- -τος, -η, -ον: τέταρτος, δέκατος, ἕκτος, ἔνατος, ὕπατος
- -τός, -ή, -όν: χρηστός, ποτός
- -λός, -ή, -όν: δειλός, ὑψηλός
- -μός, -ή, -όν: θερμός, ἔβδομος, χρήσιμος
- -μος, -η, -ον: μάχιμος, χρήσιμος, νόμιμος (indica abilità)
- –μων, –ον: τλήμων, εὐδαίμων
- –τερος, –α, –ον (si tratta di un suffisso che in origine sottolinea la differenza e che viene generalizzato per la prima forma di comparativo): πρότερος, ἕτερος, δεύτερος, ὕστερος, ἀμφότερος, ἑκάτερος, πότερος, ἡμέτερος, σφέτερος; (comparativo in senso stretto)
- –ιστος, –η, –ον (suffisso del superlativo di secondo tipo): ἄριστος, κράτιστος, ἥκιστος, βέλτιστος
- -νός, -ή, -όν: δεινός, πιθανός
- -ρος, -α, -ον: μικρός, μακρός, ἱερός, ἐχθρός, φοβερός, φανερός, ἰσχυρός, πονηρός, αἰσχρός, λαμπρός, καθαρός
- -τήριος, -α, -ον: σωτήριος
- -ύς, -εῖα, -ύ: εὐθύς, ταχύς, ἡδύς, βραχύς, ὀξύς, βαρύς, γλυκύς
- –ώδης, –ες: αἱματώδης (indica pienezza o somiglianza)