Lezione 1 – 24 febbraio 2025

In questa lezione ci presenteremo e inizieremo a familiarizzarci con gli strumenti del PCTO “Il greco per tutti”.


Per fare i primi passi risponderemo a un test di linguistica che non riguarda solo il greco. Questo ci aiuterà a mettere a fuoco alcuni aspetti importanti della sintassi della proposizione e del periodo in greco.


Cominceremo a prendere familiarità con il lessico di base e con le flash cards (che troviamo in questa pagina).

Nuovi contenuti

La formazione delle parole

In base al suffisso con cui si formano le parole possono essere definite come:

  • primitive o primarie: quando il suffisso si unisce a una radice oppure a un tema verbale (spesso con l’aggiunta di una vocale, in genere ε): γράφω, γραφή, γράμμα.
  • denominative o secondarie: quando sono formate da un tema nominale (di sostantivo o di aggettivo) oppure da un avverbio: γραμματεύς, δουλόω, παλαιός.

I prefissi

  • (ἀν prima di vocale): è l’alpha privativo, che indica l’assenza o la privazione
  • δυσ () / dis- (ingl. dys-):
  • εὖ– / eu-:
  • πολυ– / poli- (ingl. poly-):-

Le preposizioni nelle lingue moderne hanno spesso finito per divenire prefissi autonomi. Ad esempio:

  • ὑπό = ipo- (ingl. hypo-): denota bassa quantità o scarsità
  • ὑπέρ = iper- (ingl. hyper-): denota grande quantità o eccesso
  • σύν = sin-/sim- (ingl. syn-/sym-): denota compresenza o unione
  • μετά = meta- (ingl. meta-): ?

I suffissi

Agente

  • -της, -του (m.): στρατιώτης, ποιητής, δεσπότης, ἰδιώτης, κριτής, οἰκέτης, πρεσβευτής, ὁπλίτης
  • -τήρ, -τῆρος (m.): δοτήρ, σωτήρ
  • -τωρ, -τωρος (m.): ῥήτωρ (cf. lat. –tor, –toris e ital. -tore)
  • -τρός, -τροῦ (m.): ἰατρός
  • -εύς, -έως (m.): ἱππεύς, γραφεύς, τοκεύς, ἱερεύς; βασιλεύς (etimologia non chiara)
  • -τις, -τιδος (f.): ἱκέτις (m. ἱκέτης)
  • -ια, -ιας (f.): ἱέρεια (cf. m. ἱερεύς)

Azioni e sostantivi astratti

  • τις, τεως (f.): πίστις, φάτις; μάντις (in questo caso il suffisso è in un certo senso di agente)
  • -σις, -σεως (f.): φύσις, πράξις, τάξις, κρίσις, λέξις, στάσις, πρόφασις, ποίησις, θέσις
  • -σία, -σίας (f.): δοκιμασία
  • -μός, -μοῦ (m.): διωγμός; ὀφθαλμός, θυμός
  • -μη, -μης (f.): γνώμη, ἐπιστήμη, κώμη, μνήμη, ῥώμη, φήμη, τιμή
  • -ος, -ους (n.): εἶδος, γένος, πάθος, μέγεθος, μέρος, πλῆθος, ἔτος, τέλος, ἔθνος, ὄρος, ἔπος, κάλλος, ἔθος, δέος, ῥῖγος, κλέος
  • -ία, -ίας (f.): οὐσία (dal tema ὀντ- del verbo εἰμί), ἐξουσία, ἀλήθεια, οἰκία, πολιτεία, σωτηρία, ναυμαχία, φιλία, γαῖα, μανία, ἐπιλέμεια, συμμαχία, ἡγεμονία, σοφία, βία, ἡσυχία, θυσία, καρδία, τιμωρία, ἐκκλησία, μαρτυρία, ἱστορία, ἐλευθερία, προθυμία, ἀπορία, ἡλικία
  • -ια, -ιας (f.): διάνοια, πρόνοια, βασιλεία, ἀσφάλεια
  • σύνη, σύνης (f.): δικαιοσύνη, σωφροσύνη (cf. ital. -sina in elemosina, dal gr. ἐλεημοσύνη) (il suffisso si unisce a temi aggettivali)
  • -της, -τητος (f.): φιλότης, ἰσότης (cf. lat. –tas, –tatis)
  • -μα, -ματος (n.): αἷμα
  • -ις, -ιδος (f.): τυραννίς (da τύραννος)

Risultato di azione

  • -ος, -ους (n.): γένος, τέκος, κράτος, τεῖχος, μῆκος, βέλος, ἄλγος, τάχος, δέος
  • -μα, -ματος (n.): πρᾶγμα, πνεῦμα, σχῆμα, χρῆμα, στόμα, γράμμα, ἅρμα, ψέφισμα, τραῦμα, ἄγαλμα, ἀδίκημα, ἀνάθημα, ποίημα
  • -της, -τητος (f.): φιλότης, ἰσότης (cf. lat. –tas, –tatis)

Strumento

  • -τρον, -ου (n.): ἄροτρον
  • -θρον, -ου (n.): κλεῖθρον
  • -τήριον, -ου (n.): ποτήριον, δικαστήριον

Suffissi aggettivali

  • -ος, -η/-α, -ον: καλός, κακός, ὅμοιος, κύριος, αἴτιος, ἴδιος, δίκαιος, ἄξιος, πολέμιος, μόνος, βάρβαρος, ποῖος, ἐλεύθερος, ὄγδοος, κενός, κοινός, δεινός, λοιπός, πιστός, πλέος, φίλιος, βασιλικός, λευκός, γυμνός, δειλός, δῖος, πηρός
  • -ος, -ον: ἄδικος, ἀθάνατος, παράδοξος
  • -ιος, -ια, -ον: ἄγιος, τίμιος, θεῖος, μυρίος, ῥάδιος, ἀναγκαῖος, βασίλειος, παραπλήσιος, βέβαιος, ἄθλιος, πάτριος, πλούσιος, ἐπιτήδειος, τελευταῖος, ἀνδρεῖος
  • εις, έσσα, εν: τιμήεις, χαρίεις (indica pienezza o abbondanza)
  • εος, εον: χρύσεος, χαλκέος (indica materia)
  • ής, ές: ἀληθής, ἀκριβής, σαφής, ὑγιής, ψευδής, ἀσφαλής
  • -κός/-ακός/-ικός, , -όν: φυσικός, μαντικός
  • -τικός, , -όν: ναυτικός, πρακτικός
  • -τος, -ον [composti a due uscite derivati da aggettivi in -τός, -ή, -όν]: ἀδύνατος, σύγκλητος
  • -τος, , -ον: τέταρτος, δέκατος, ἕκτος, ἔνατος, ὕπατος
  • -τός, , -όν: χρηστός, ποτός
  • -λός, , -όν: δειλός, ὑψηλός
  • -μός, , -όν: θερμός, ἔβδομος, χρήσιμος
  • -μος, , -ον: μάχιμος, χρήσιμος, νόμιμος (indica abilità)
  • μων, ον: τλήμων, εὐδαίμων
  • τερος, α, ον (si tratta di un suffisso che in origine sottolinea la differenza e che viene generalizzato per la prima forma di comparativo): πρότερος, ἕτερος, δεύτερος, ὕστερος, ἀμφότερος, ἑκάτερος, πότερος, ἡμέτερος, σφέτερος; (comparativo in senso stretto)
  • ιστος, η, ον (suffisso del superlativo di secondo tipo): ἄριστος, κράτιστος, ἥκιστος, βέλτιστος
  • -νός, , -όν: δεινός, πιθανός
  • -ρος, , -ον: μικρός, μακρός, ἱερός, ἐχθρός, φοβερός, φανερός, ἰσχυρός, πονηρός, αἰσχρός, λαμπρός, καθαρός
  • -τήριος, , -ον: σωτήριος
  • -ύς, -εῖα, : εὐθύς, ταχύς, ἡδύς, βραχύς, ὀξύς, βαρύς, γλυκύς
  • ώδης, ες: αἱματώδης (indica pienezza o somiglianza)